πιλοφορος

πιλοφορος
    πιλοφόρος
    πῑλο-φόρος
    2
    носящий войлочную шляпу
    

(Ἀρμένιοι Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πιλοφορος" в других словарях:

  • πιλοφόρος — ον, ΜΑ αυτός που φορεί πίλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος «καπέλο» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • πιλοφόροις — πιλόφορος wearing a cap masc/fem/neut dat pl πῑλοφόροις , πιλοφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλοφόρους — πιλόφορος wearing a cap masc/fem acc pl πῑλοφόρους , πιλοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλοφόρων — πιλόφορος wearing a cap masc/fem/neut gen pl πῑλοφόρων , πιλοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ …   Dictionary of Greek

  • πιλοφορικός — ή, όν, Α [πιλοφόρος] ο συνηθισμένος να φέρει πίλο, να φορεί σκούφο …   Dictionary of Greek

  • πιλοφορώ — έω, ΝΜΑ [πιλοφόρος] νεοελλ. φορώ καπέλο ή πηλήκιο μσν. αρχ. φορώ πίλο ή μίτρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»